Η τέταρτη έκδοση της κατάταξης “Top 500 Fashion, Beauty & Luxury Retail Europe,” που δημοσιεύτηκε από το Cross-Border Commerce Europe τον Σεπτέμβριο του 2025, αναδεικνύει τη δυναμική πορεία και τη μεταμόρφωση του κλάδου. Η έκθεση αποκαλύπτει ότι οι 500 κορυφαίες εταιρείες διασυνοριακού εμπορίου σημείωσαν εντυπωσιακή ανάπτυξη: οι διαδικτυακές τους πωλήσεις αυξήθηκαν κατά 32% σε ετήσια βάση, από 71 δισεκατομμύρια ευρώ σε 93,7 δισεκατομμύρια. Την ενίσχυση αυτής της ανόδου συνέβαλε η είσοδος νέων παικτών, με τον αριθμό των εταιρειών στην κατάταξη να αυξάνεται κατά 7,5% σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος.
Συνολικά, η αξία της αγοράς μόδας, ομορφιάς και πολυτελείας στην Ευρώπη (συμπεριλαμβανομένων πωλήσεων online και offline) ανέρχεται στα 734,5 δισ. ευρώ και αναμένεται να αυξηθεί κατά 2% ως το 2026. Σε αυτό το πλαίσιο, οι διαδικτυακές πωλήσεις παραμένουν ο σημαντικότερος μοχλός ανάπτυξης, καθώς η Ευρωπαϊκή Ένωση των 27 σε συνδυασμό με το Ηνωμένο Βασίλειο καταγράφει 224 δισ. ευρώ σε online πωλήσεις μόδας, ομορφιάς και πολυτελείας για το 2024, από τα οποία τα 96 δισ. ευρώ προέρχονται από διασυνοριακή δραστηριότητα. Αυτό το ποσό προβλέπεται να φτάσει τα 234 δισ. ευρώ το 2025–26, αποτυπώνοντας αύξηση 5%. Αξίζει να σημειωθεί ότι το 30,5% των συνολικών ευρωπαϊκών πωλήσεων στη συγκεκριμένη κατηγορία πραγματοποιείται πλέον online, ενώ ο συγκεκριμένος τομέας αντιπροσωπεύει το 23% του συνόλου των προϊόντων που διακινούνται ηλεκτρονικά στην Ευρώπη.
Το διασυνοριακό ηλεκτρονικό εμπόριο στον χώρο αυτό ενισχύεται περαιτέρω. Το 2024, οι online διασυνοριακές πωλήσεις αυξήθηκαν από 82 δισ. σε 96 δισ. ευρώ (άνοδος 17%), με τις προβλέψεις να κάνουν λόγο για περαιτέρω αύξηση στα 105 δισ. ευρώ ως το 2026 – δηλαδή το 45% της online αγοράς. Από τα 93,7 δισ. ευρώ που παρήγαγαν οι Top 500, οι πλατφόρμες marketplace αντιστοιχούν σε 53,6 δισ. (57,2% της αγοράς), ενώ οι πλατφόρμες μεταπώλησης τύπου C2C συμβάλλουν με ακόμη 15 δισ. ευρώ (17% της αγοράς), ποσό που αναμένεται να αυξηθεί στα 18 δισ. ευρώ μέσα στην επόμενη χρονιά.
Αναλύοντας περαιτέρω, η μόδα παραμένει ο μεγαλύτερος τομέας, με 511,5 δισ. ευρώ συνολικό τζίρο, εκ των οποίων το 25,7% (ή 131,4 δισ. ευρώ) προέρχεται από το διαδίκτυο. H αγορά ομορφιάς αντιστοιχεί σε 137 δισ. ευρώ συνολικά, με το 37,2% των πωλήσεων (51 δισ. ευρώ) να πραγματοποιείται διαδικτυακά. O κλάδος της πολυτελείας αγγίζει τα 86 δισ. ευρώ, σχεδόν τα μισά εκ των οποίων –48,8%, ήτοι 42 δισ. ευρώ– γίνονται online. Ως ποσοστό της συνολικής online αγοράς, η μόδα καλύπτει το 58,6%, η ομορφιά το 22,7% και η πολυτέλεια το 18,7%.
Η κατάταξη Top 500 περιλαμβάνει ένα μείγμα διεθνών B2C και C2C εταιρειών που λειτουργούν σε 30 ευρωπαϊκές αγορές, στις οποίες συγκαταλέγονται η ΕΕ των 27, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ελβετία και η Νορβηγία. Ανάμεσα στις πιο χαρακτηριστικές είναι οι: Amazon, Zalando, Temu, Shein, Ssense, Sinsay, eBay, AliExpress, Vinted, Notino, The Ordinary, Cerave, Oriflame και E.L.F. Beauty. H Amazon παραμένει κορυφαία, διατηρώντας την πρώτη θέση για δεύτερη συνεχή χρονιά, ενώ παρά τον έντονο ανταγωνισμό από Shein και Temu συνεχίζει να επεκτείνει τις διασυνοριακές προσφορές της σε μόδα και ομορφιά. Πρόσφατες κινήσεις της Amazon περιλαμβάνουν δοκιμές στη “discount” κατηγορία, υιοθετώντας στοιχεία από τα χαμηλού κόστους μοντέλα των Κινέζων ανταγωνιστών της και αξιοποιώντας το κινεζικό δίκτυο παραγωγής για να ενισχύσει την προσιτότητα και ποικιλία προϊόντων.
Το μέλλον της αγοράς θα διαμορφωθεί επίσης από κανονισμούς βιωσιμότητας. Από το 2027 και μετά, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα απαιτεί Ψηφιακά Διαβατήρια Προϊόντων (Digital Product Passports, DPPs) για είδη κλωστοϋφαντουργίας, καλλυντικά και συσκευασίες. Αυτά τα διαβατήρια θα παρέχουν διαφάνεια καθ’ όλη τη διάρκεια ζωής ενός προϊόντος, από την προέλευση των πρώτων υλών έως την ανακύκλωση, επαληθεύοντας ηθικές και βιώσιμες πρακτικές μέσω QR codes ή τεχνολογίας blockchain, ενώ θα ενθαρρύνουν κυκλικά εμπορικά μοντέλα, όπως τα επαναγεμιζόμενα συστήματα και τη μεταπώληση. Ενδεικτικά, μάρκες πολυτελείας όπως η Stella McCartney και εταιρείες ομορφιάς όπως η Rituals Cosmetics ηγούνται ήδη της μετάβασης, σηματοδοτώντας τη νέα εποχή της πιστοποιημένης βιωσιμότητας στον τομέα.